- αγγειοσυσταλτικός
- -ή, -ό (Φυσιολ.)λέγεται για αγγειοδραστικές ορμονικές ουσίες που προκαλούν στένωση (συστολή) τών αγγείων, καθώς και για αγγειοκινητικά νεύρα που έχουν ανάλογη δράση στα αγγεία, με τη μεσολάβηση όμως και πάλι αγγειοδραστικών ουσιών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vasoconstrictive, νόθο σύνθ. < vaso- (< λατ. λέξη vas, αγγείο) + -constrictive (= περιοριστικός, συσταλτικός)].
Dictionary of Greek. 2013.